- υπνοβότανο
- τοβοτάνι (είδος υπνωτικού φαρμάκου) που, όταν βράζεται και πίνεται, προκαλεί ύπνο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
υπνοβότανο — ὑπνοβότανον, τὸ, ΝΜ βότανο που το αφέψημά του φέρνει ύπνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπνος + βότανο] … Dictionary of Greek
ύπνος — Φυσιολογικό φαινόμενο, που χαρακτηρίζει όλα τα ανώτερα ζώα και συνίσταται σε αυτόματη αναστολή των νευρικών και ψυχικών δραστηριοτήτων, που μας συνδέουν με τον εξωτερικό κόσμο. Στη διάρκεια του ύ. είναι ελαττωμένα ο μυϊκός τόνος, η αρτηριακή… … Dictionary of Greek